ουρανολογία

ουρανολογία
η
πραγματεία σχετικά με τον ουρανό, δηλ. περιγραφή τών αστερισμών, τών ουράνιων σωμάτων και γενικά τών ουράνιων φαινομένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. uranology (< ουρανο-* + -λογία*). Η λ. μαρτυρείται από το 1799 στον Α. Γαζή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ουρανολογικός — ή, ό [ουρανολογία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ουρανολογία …   Dictionary of Greek

  • ουρανο- — (ΑΜ οὐρανο ) α συνθετικό λέξεων, που άναγεται στο ουσ. ουρανός και σημαίνει αυτόν που προέρχεται, που βρίσκεται ή που σχετίζεται με τον ουρανό και, μτφ., με το θείο.Σύνθ. με α συνθετικό ουρανο : ουρανοβάμων, ουρανοβάτης, ουρανογραφία,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”